σομπρερόλη

σομπρερόλη
η, Ν
χημ. οργανική ένωση, μονοτερπινική δισθενής αλκοόλη που παράγεται κατά την οξείδωση τού αιθέριου ελαίου τής τερεβινθίνης και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως διεγερτικό τού αναπνευστικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σομπρέρο, Ασκάνιο — (Sobrero). Ιταλός χημικός (Καζάλε, Μομφεράτο 1812 Τορίνο 1888). Αν και πτυχιούχος της ιατρικής, αφοσιώθηκε στη μελέτη και στη διδασκαλία της χημείας, την οποία σπούδασε στο Παρίσι και στο Γκήσεν (Γερμανία). Ο Σ. ανακάλυψε τη νιτρογλυκερίνη (η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”